- γρέκι
- και γραίκι και γκρέκι, το1. πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους όπου σταυλίζονται τα αιγοπρόβατα2. καταυλισμός ανθρώπων3. κατοικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğrek «χαντάκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γρεκιάζω — [γρέκι] 1. κλείνω το κοπάδι στο γρέκι 2. διανυκτερεύω στο γρέκι 3. διανυκτερεύω … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γραίκι — το βλ. γρέκι … Dictionary of Greek